- στραβομουτσούνιασμα
- τοτο να στραβομουτσουνιάζει κάποιος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στραβομουτσούνιασμα — το, Ν [στραβομουτσουνιάζω] το να κάνει κανείς μορφασμούς ειρωνείας ή δυσαρέσκειας … Dictionary of Greek
διαστροφή — η (AM διαστροφή) 1. εκτροπή μέλους τού ανθρώπινου σώματος (οστού, μυός, τένοντος κ.λπ.) από τη φυσιολογική θέση, εξάρθρωση, βγάλσιμο 2. στράβωμα, παραμόρφωση 3. (με ηθική έννοια) μεταβολή προς το χειρότερο, εξαθλίωση, διαφθορά 4. παραμόρφωση,… … Dictionary of Greek
μορφασμός — ο (Α μορφασμός) [μορφάζω] νεοελλ. η ενέργεια τού μορφάζω, σύσπαση τών μυών τού προσώπου, γκριμάτσα, στραβομουτσούνιασμα αρχ. 1. κίνηση τών χεριών, χειρονομία 2. είδος κωμικού χορού, κατά τον οποίο ο χορευτής μιμούνταν κάθε είδους ζώα … Dictionary of Greek
στραβομούριασμα — το, Ν [στραβομουριάζω] το στραβομουτσούνιασμα … Dictionary of Greek
μορφασμός — ο σύσπαση του προσώπου, η γκριμάτσα, το στραβομουτσούνιασμα: Κατάλαβα ότι δεν του άρεσε το δώρο μου γιατί μόλις το άνοιξε έκανε ένα μορφασμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)